ομολογία

ομολογία
I
Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος.
(Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το πταίσμα ή εναντίον του οποίου στρέφεται η κατηγορία.
Η ο. υπάρχει τόσο στο αστικό όσο και στο ποινικό δίκαιο. Στο αστικό δικονομικό δίκαιο (ελληνική Πολ. Δικ. άρ. 352-354 ο. είναι η αναγνώριση από ενός των διαδίκων γεγονότων δυσμενών γι’ αυτόν τον ίδιο και ευνοϊκών για τον άλλο διάδικο. Η ο. είναι δικαστική ή εξώδικη. Δικαστική είναι όταν γίνεται κατά τη δίκη από τον ίδιο τον διάδικο ή από πληρεξούσιό του εφοδιασμένο με ειδικό πληρεξούσιο. Η ο. αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε. Η εξώδικη ο. είναι εκείνη που επικαλείται ο αντίδικος ότι έγινε εκτός δίκης και αν αποδεχτεί, εκτιμάται ελεύθερα από τον δικαστή. Η δικαστική ο. μπορεί να είναι αυθόρμητη ή να προκληθεί από ερωτηματολόγιο του δικαστηρίου. Στην πολιτική δίκη ισχύει η αρχή του αδιαιρέτου της ο., δηλαδή ο δικαστής δέχεται υποχρεωτικά την ο. ως σύνολο και δεν έχει εξουσία να χωρίσει τα μέρη της. Η ο. μπορεί να ανακληθεί μόνο αν εκείνος που ομολόγησε αποδείξει ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ότι έγινε δηλαδή από πλάνη ή συνέπεια απάτης, απειλής κλπ.
Στην ποινική δίκη η ο. είναι ένα από τα αποδεικτικά μέσα, μαζί με την αυτοψία, τις ενδείξεις, την πραγματογνωμοσύνη, τους μάρτυρες και τα έγγραφα. Η ελληνική ποινική δικονομία δεν επιδιώκει την απόσπαση της ο. με κάθε τρόπο. Επιτρέπει, αντίθετα, με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, στον εξεταζόμενο να αρνηθεί να απαντήσει (άρ. 273). Η ο. δεν έχει επηυξημένη δύναμη, γιατί πολλοί λόγοι μπορούν να οδηγήσουν τον εξεταζόμενο να κάνει ψεύτικη ο. (βασανιστήρια). Ο ΚΠΔ προβλέπει εξάλλου ότι ο δικαστής δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί νομικούς κανόνες αποδείξεων, αλλά οφείλει να αποφασίζει σύμφωνα με την πεποίθηση που σχημάτισε (άρ. 177). Συνέπεια αυτής της αρχής είναι επίσης ότι δεν ισχύει στο ποινικό δίκαιο η αρχή του αδιαιρέτου της ο.
II
(Μαθημ.) Χαρακτηρίζεται έτσι κάθε ομογραφία του προβολικού επιπέδου π τέτοια, ώστε να υπάρχει μια ορισμένη ευθεία, έστω α, του επιπέδου π, κάθε σημείο της οποίας να αντιστοιχεί (κατά τη θεωρούμενη ομογραφία) στον εαυτό του (= κάθε σημείο της ευθείας α είναι διπλό). Η ευθεία α ονομάζεται άξονας της ο.· αποδείκνύεται ότι σε κάθε ο. υπάρχει ένα και μόνο σημείο, έστω Ο, του επιπέδου π, το κέντρο της ο., τέτοιο ώστε η ευθεία κάθε δύο αντίστοιχων στην ο. σημείων του επίπεδου π να περνά από το σημείο Ο. Δύο υποσύνολα, έστω A,B, του προβολικού επιπέδου π λέμε ότι είναι ομολογικά (το ένα προς το άλλο), εάν, και μόνον εάν, υπάρχει μια ο. στο επίπεδο π, τέτοια ώστε κάθε σημείο του καθενός από τα σύνολα A,B να έχει το ομόλογο του στο άλλο.
Αποδείκνύεται ότι δύο τρίγωνα είναι ομολογικά το ένα προς το άλλο, εάν, και μόνον εάν, υπάρχει μια αντιστοιχία του συνόλου των κορυφών του ενός προς το σύνολο των κορυφών του άλλου, τέτοια ώστε οι ευθείες των αντίστοιχων (σε αυτή την αντιστοιχία) κορυφών να περνούν από το αυτό σημείο του επιπέδου π (Σχ. 1). Έστω (ο) μια ο. με κέντρο C και άξονα (c) στο προβολικό επίπεδο π. Έστω ακόμα Ρ ένα σημείο του π, P?C και που να μην ανήκει στον άξονα (c) της ομολογίας (ο). Έστω ακόμα P’ το ομόλογο του Ρ στην (ο) [που θα είναι ?P] και Μ το σημείο τομής της ευθείας PP’ και του άξονα (c) της (ο). Ορίζεται τότε ο διπλός λόγος (P’PCM): αυτός ο διπλός λόγος είναι ανεξάρτητος του Ρ, δηλαδή ο αυτός για κάθε σημείο του επιπέδου π, διαλεγμένο όπως το σημείο Ρ. Έτσι είναι (Σχ. 2) (Q’QCN) = (P’PCN). Αυτός ο λόγος ονομάζεται η χαρακτηριστική της ο. (ο).
III
(Οικον.). Τίτλος ο οποίος αντιπροσωπεύει συμμετοχή στο κεφάλαιο δανείου προς το κράτος, προς δημόσιες επιχειρήσεις ή ανώνυμες εταιρείες, αποφέρει τόκο και συνήθως διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο αξιών, όπως και οι μετοχές.
Για την προσέλκυση των αποταμιευτών, έχουν σημασία το ύψος του επιτοκίου, ο χρόνος και ο τρόπος της εξόφλησης των o., η έκδοσή τους κάτω από το άρτιο, ο συνδυασμός με λαχείο (λαχειοφόρο δάνειο), η σύνδεση με ρήτρα άλλου (ξένου) νομίσματος ή τιμή εμπορεύματος κλπ. Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, είναι δυνατή και η απαλλαγή των τόκων από τον φόρο εισοδήματος κλπ.
Η τιμή των ο. στο χρηματιστήριο επηρεάζεται από το επίπεδο των επιτοκίων, δηλαδή η τιμή της ο. διαμορφώνεται πάνω από την τιμή της έκδοσης, όταν το επίπεδο των επιτοκίων κατέλθει κάτω του επιτοκίου με το οποίο εκδόθηκε η ο.
Στην Ελλάδα, μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, ομολογιακά δάνεια, των οποίων οι ο. διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο αξιών Αθηνών, έχουν εκδώσει το Δημόσιο, η ΔΕΗ και ο OTE για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, καθώς και μερικές μεγάλες ανώνυμες εταιρείες.
Έκδοση ομολογιών πραγματοποιείται και για την αποζημίωση των ιδιοκτητών απαλλοτριουμένων ή εξαγοραζομένων κτημάτων ή βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Στην Ελλάδα τέτοιες ο. έχουν εκδοθεί από το κράτος και τη ΔΕΗ Ο. ακόμα εταιρειών μπορούν σε μερικές περιπτώσεις να ανταλλαγούν με μετοχές της ίδιας εταιρείας, κάτω από συνθήκες ευνοϊκές για τον κάτοχό τους.
Ομολογία λαχειοφόρου δανείου 200.000.000 του 1925.
* * *
η (ΑΜ ὁμολογία, Α ιων. τ. ὁμολογίη και βοιωτ. τ. ὁμολογά) [ομόλογος]
1. προφορική ή γραπτή αποδοχή λόγων ή πράξεων («ἔπειτα ἐκ ταύτης ἴσως τῆς ὁμολο γίας ἐναντίον τι συνέβη ἐν τοῑς λόγοις Πλάτ.)
2. επίσημη διακήρυξη τών δογμάτων μιας εκκλησίας ή μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας («ομολογία πίστεως» — η δημόσια, προφορική ή γραπτή διακήρυξη με παρρησία τής χριστιανικής πίστης)
νεοελλ.
1. (νομ.) αποκάλυψη ή παραδοχή γεγονότος βλαπτικού για εκείνον που ομολογεί, εν όψει ή εξ αφορμής ή κατά τη διάρκεια μιας δίκης
2. βιολ. η ομοιότητα δομής, λειτουργίας ή ανάπτυξης οργάνων σε διαφορετικά είδη οργανισμών, ομοιότητα η οποία βασίζεται στην προέλευσή τους από κοινούς φυλογενετικούς προγόνους, όπως είναι λ.χ. τα πρόσθια άκρα τού ανθρώπου, τής νυχτερίδας και τού ελαφιού
3. (εμπορ. δίκ.) ανώνυμος τίτλος δανείου εκδιδόμενος από αυτόν που τό συνάπτει και παραδιδόμενος στον δανειστή ως απόδειξη τής υποχρέωσης τού πρώτου και τού δικαιώματος τού δευτέρου, αλλ. ομόλογο
4. χημ. ιδιότητα τών χημικών ενώσεων που περιέχουν στο μόριό τους τις ίδιες ακριβώς χαρακτηριστικές ομάδες
5. (γεωμ.) (για σχήματα) αντιστοιχία
6. φρ. α) «κατά γενική ομολογία» ή «κατά κοινή ομολογία» — όπως παραδέχονται όλοι, αναμφισβήτητα
μσν.-αρχ.
1. υπόσχεση, τάξιμο, αφιέρωμα προς τον Θεό («τὰς ὁμολογίας ἡμῶν ἃς ὡμολογήκαμεν, θυμιᾱν τῇ βασιλίσσῃ τοῡ οὐρανοῡ», ΠΔ)
2. εκκλ. έκθεση ή παραδοχή αμαρτιών, εξομολόγηση
3. ανάληψη υποχρέωσης, συμβόλαιο
αρχ.
1. συμφωνία, ομοφωνία («συμφωνία δέ, ὁμολογία τις
ὁμολογίαν δὲ ἐκ διαφερομένων, ἕως ἂν διαφέρωνται ἀδύνατον εἶναι», Πλάτ.)
2. (στους Στωικούς) συμφωνία με τη φύση, προσαρμογή ή συμμόρφωση στη φύση, στους νόμους τής φύσης
3. εκκλ. ευχαριστία ή ευχή προς τον Θεό («καὶ νῡν δότε ὁμολογίαν δόξαν τῷ κυρίῳ Θεῷ», ΠΔ)
4. συνομολόγηση, σύμβαση («τὰς ὁμολογίας διαφυλάττειν», Ισοκρ.)
5. συνθήκες παράδοσης που συνάπτονταν κατά τη διάρκεια πολέμου («ὁμολογίᾳ τὴν ἁκρόπολιν παραδοῡναι», Θούκ.)
6. φρ. α) «καθ' ὁμολογίαν» — όπως παραδέχεται κάποιος
β) «ὁμολογία ὀνομάτων» — συμφωνία τών λέξεων
γ) «ἐξ ὁμολογίας διαλέγεσθαι» — η συζήτηση που διεξάγεται βάσει δεδομένων ή συμφωνημένων προτάσεων
δ) «ὁμολογίῃ χρῆσθαι» και «εἰς ὁμολογίαν προσχωρεῑν»
(για ηττημένους) το να έρχεται κανείς σε διαπραγματεύσεις παραδόσεως
ε) «ὁμολογίαν δέχεσθαι»
(για ηττημένους) αποδοχή προτάσεων παραδόσεως
στ) «εις ομολογίαν προκαλείσθαι»
(για νικητές) το να γίνονται προς τους ηττημένους προτάσεις παραδόσεως με όρους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὁμολογία — ὁμολογίᾱ , ὁμολογία agreement fem nom/voc/acc dual ὁμολογίᾱ , ὁμολογία agreement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογίᾳ — ὁμολογίαι , ὁμολογία agreement fem nom/voc pl ὁμολογίᾱͅ , ὁμολογία agreement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομολογία — η 1. η αποδοχή ενοχής, συμφωνία, συναίνεση, παραδοχή: Κατά γενική ομολογία το έργο ήταν ωραίο. 2. φρ., «ομολογία πίστεως», αποδοχή ορισμένου θρησκευτικού δόγματος. 3. (οικον.), γραφτός πιστωτικός τίτλος, που δείχνει πως ο κάτοχος δάνεισε στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαίρετη ομολογία — Βλ. λ. ομολογία …   Dictionary of Greek

  • Αυγουστιαία Ομολογία — (Confessio Augustana). Ομολογία της Λουθηρανικής Εκκλησίας, που συντάχτηκε με εντολή του αυτοκράτορα Κάρολου Ε’, στο συνέδριο της 8ης Απριλίου 1530 στην πόλη Αυγούστα. Συντάκτης της ήταν ο Μελάγχθων και άλλοι θεολόγοι, σε συνεννόηση με τον… …   Dictionary of Greek

  • ὁμολογίας — ὁμολογίᾱς , ὁμολογία agreement fem acc pl ὁμολογίᾱς , ὁμολογία agreement fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογίαι — ὁμολογία agreement fem nom/voc pl ὁμολογίᾱͅ , ὁμολογία agreement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογίαν — ὁμολογίᾱν , ὁμολογία agreement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογιᾶν — ὁμολογία agreement fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογιῶν — ὁμολογία agreement fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”